- απροορατως
- ἀπροοράτωςἀ-προοράτωςDiog.L. = ἀπροόπτως См. απροοπτως
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπροοράτως — ἀπροόρατος not previously seen adverbial ἀπροόρατος not previously seen masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)